- ριπαίος
- αία, ον порывистый (о ветре)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ριπαίος — (I) αία, ο, Ν (για άνεμο) αιφνίδιος και σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ριπή + κατάλ. αίος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις]. (II) αία, ον, Α [Ῥῑπαι] 1. αυτός που ανήκει στις Ρίπες 2. φρ. «Ριπαῑα ὄρη» φανταστική οροσειρά στην οποία… … Dictionary of Greek
RHIPE — urbs Arcadiae. Stephan. Α᾿ρκαδικὴ πόλις βαρυτόνως. τὸ ἐθνικὸν Ῥιπαῖος. Vide Casp. Barthium, ad Statium, Theb. l. 4. v. 286 … Hofmann J. Lexicon universale